αστυβοωτης

αστυβοωτης
    ἀστυβοώτης
    ἀστῠ-βοώτης
    2
    оглашающий своими криками город
    

(κήρυξ Hom.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αστυβοωτης" в других словарях:

  • ἀστυβοώτης — crying masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστυβοώτης — ( ου), ο (Α) (για κήρυκα) αυτός που φωνάζει δυνατά μέσα στην πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ + βοώ ( άω). Ο τ. αστυβοώτης, που οφείλεται σε διέκταση (αντί του αστυβοήτης), οδηγεί στην υπόθεση ενός τ. *αστυβώτης (με ιωνική συναίρεση του οη σε ω )] …   Dictionary of Greek

  • ἀστυβοώτην — ἀστυβοώτης crying masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άστυ — Τίτλος δύο εφημερίδων. 1. Εβδομαδιαία γελοιογραφική εφημερίδα που εκδιδόταν από το 1885 έως το 1889 στην Αθήνα πρώτα από τον Μπ. Άννινο και στη συνέχεια από τον Θ. Άννινο. Με την εφημερίδα αυτή συνεργάστηκαν κατά διαστήματα ο Γ. Σουρής, ο Δ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»